- αναξερνώ
- (-άω)1. κάνω εμετό, ξερνώ2. αναδίνω (νερό, υγρασία κ.λπ.)3. αναδίνω χρώμα, ξεβάφω4. (για ύφασμα) εμφανίζω, παρουσιάζω και πάλι κηλίδα που φαινόταν να έχει καθαρίσει.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αναπίνω — (Α ἀναπίνω) πίνω κάτι ρουφώντας το, απορροφώ, απομυζώ νεοελλ. 1. αναδίνω υγρασία απορροφώντας το νερό, αναλιγδιάζω, αναξερνώ 2. υγραίνομαι από την εξωτερική υγρασία αρχ. απορροφώ εκ νέου … Dictionary of Greek